Buchführung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Buchführung | die | Buchführungen |
γενική | der | Buchführung | der | Buchführungen |
δοτική | der | Buchführung | den | Buchführungen |
αιτιατική | die | Buchführung | die | Buchführungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Buchführung (de) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Buch