Buchprüfung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Buchprüfung | die | Buchprüfungen |
γενική | der | Buchprüfung | der | Buchprüfungen |
δοτική | der | Buchprüfung | den | Buchprüfungen |
αιτιατική | die | Buchprüfung | die | Buchprüfungen |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Buchprüfung (de) θηλυκό
- η επιβεβαίωση των λογαριασμών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Buch