Christstollen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Christstollen die Christstollen
γενική des Christstollens der Christstollen
δοτική dem Christstollen den Christstollen
αιτιατική den Christstollen die Christstollen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Christstollen < Christian + Stollen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkʁɪstˌʃtɔlən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Christstollen κομμένο σε φέτες

Christstollen (de) αρσενικό