Dermatologin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Dermatologin (de) θηλυκό (αρσενικό Dermatologe)
- (ιατρική, επάγγελμα) η δερματολόγος
Dermatologin (de) θηλυκό (αρσενικό Dermatologe)