Elektriker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Elektriker | die | Elektriker |
γενική | des | Elektrikers | der | Elektriker |
δοτική | dem | Elektriker | den | Elektrikern |
αιτιατική | den | Elektriker | die | Elektriker |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Elektriker (de) αρσενικό (θηλυκό Elektrikerin)