Ethnologe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ethnologe (de) αρσενικό (θηλυκό Ethnologin)
Ethnologe (de) αρσενικό (θηλυκό Ethnologin)