Garten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Garten (de) αρσενικό

  • ο κήπος
    der Garten ist schön - ο κήπος είναι όμορφος

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Garten < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Garten αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]