Gauloise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gauloise
      ενικός         πληθυντικός  
Gauloise Gauloises

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡo.lwaz/
Άφιλτρα Gauloise τύπου caporal doux.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Gauloise < η γαλλική μάρκα τσιγάρων Gauloises [επίθετο gaulois(e) (γαλατικός) ]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Gauloise (fr) θηλυκό


Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Gauloise < Gaul(e) + -oise

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
Gauloise Gauloises

Gauloise (fr) θηλυκό (αρσενικό: Gaulois)

  1. (αρχαία ιστορία, εθνικό όνομα) η Γαλάτισσα
  2. (αργκό) η Γαλλίδα