Gemüsehändler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Gemüsehändler | die | Gemüsehändler |
γενική | des | Gemüsehändlers | der | Gemüsehändler |
δοτική | dem | Gemüsehändler | den | Gemüsehändlern |
αιτιατική | den | Gemüsehändler | die | Gemüsehändler |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Gemüsehändler (de) αρσενικό, Gemüsehändlerin θηλυκό