Geophysikerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Geophysikerin (de) θηλυκό (αρσενικό Geophysiker)
- (φυσική, επάγγελμα) η γεωφυσικός
Geophysikerin (de) θηλυκό (αρσενικό Geophysiker)