Handwerker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Handwerker < Hand + Werker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Handwerker (de) αρσενικό (θηλυκό Handwerkerin)

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Handwerker < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Handwerker αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]