Identität
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Identität (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Identitäten)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- Ausweis αρσενικό
Identität (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Identitäten)