Italian

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
Italian Italians

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Italian < Italy + -an

Επίθετο[επεξεργασία]

Italian (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Italian (en)

  1. (εθνικό όνομα) Ιταλός, Ιταλίδα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Italian (en)

  1. (γλώσσα) τα ιταλικά, η ιταλική γλώσσα