Javel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Javel (fr) θηλυκό

  1. η χλωρίνη, κατ' αποκοπή του eau de Javel
  2. όνομα συνοικίας του Παρισιού, άλλοτε ξεχωριστού χωριού όπου υπήρχε εργοστάσιο χημικών