Karte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: karte

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Karte (de) θηλυκό

  1. η κάρτα
  2. το εισιτήριο
    hast du eine Karte? - έχεις εισιτήριο;