Lebkuchen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Lebkuchen | die | Lebkuchen |
γενική | des | Lebkuchens | der | Lebkuchen |
δοτική | dem | Lebkuchen | den | Lebkuchen |
αιτιατική | den | Lebkuchen | die | Lebkuchen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Lebkuchen < μέση άνω γερμανική lebekuoche
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈleːpˌkuːxŋ̍/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lebkuchen (de) αρσενικό
- (γλυκό) γερμανικό γλύκισμα σε μορφή μπισκότου, παρόμοιο με το gingerbread το οποίο παρασκευάζεται την περίοδο των Χριστουγέννων