Litauisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Litauisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η λιθουανική γλώσσα, τα λιθουανικά
Δείτε επίσης : litauisch |
Litauisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό