Lumpen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Lumpen | die | Lumpen |
γενική | des | Lumpens | der | Lumpen |
δοτική | dem | Lumpen | den | Lumpen |
αιτιατική | den | Lumpen | die | Lumpen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Lumpen < μέση άνω γερμανική lumpe < πρωτογερμανική *limpaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)lemb- / *(s)lembʰ-
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lumpen (de) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)