Möglichkeit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Möglichkeit (de) θηλυκό

  • η δυνατότητα
    die Möglichkeiten sind ziemlich begrenzt - οι δυνατότητες είναι αρκετά περιορισμένες

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  möglich