Macht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Macht (de) θηλυκό

  1. δύναμη
  2. ισχύς

Σύνθετα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Macht αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Macht < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Macht αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]