Maler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Maler (de)

  1. ζωγράφος
  2. Οκρίβας Ζωγράφου (αστερισμός)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Maler < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Maler αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (M-R), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (M-R), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [1]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Maler < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Maler αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]