Mater

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: mater

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Mater→ δείτε τη λέξη mater

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Mater θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Mater
-
γενική Matris
-
δοτική Matrī
-
αιτιατική Matrem
-
κλητική Mater
-
αφαιρετική Matre
-
(γ' κλίση)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Mater < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Mater αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]