Mund

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Mund die Münder
γενική des Mundes
Munds
der Münder
δοτική dem Mund
Munde
den Mündern
αιτιατική den Mund die Münder

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Mund (de) αρσενικό


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Mund αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]