Mund
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Mund | die | Münder |
γενική | des | Mundes Munds |
der | Münder |
δοτική | dem | Mund Munde |
den | Mündern |
αιτιατική | den | Mund | die | Münder |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Mund (de) αρσενικό
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Mund αρσενικό ή θηλυκό