Muskel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Muskel die Muskeln
γενική des Muskels der Muskeln
δοτική dem Muskel den Muskeln
αιτιατική den Muskel die Muskeln

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Muskel < λατινική musculus [1] [2] < υποκοριστικό του mus (ποντίκι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmʊskl̩/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Muskel (de) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • die Muskeln spielen lassen : το να επιδεικνύω τη σωματική μου δύναμη

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Muskel στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Muskel - Duden online.
  2. Muskel - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).