Occupation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: occupation

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Occupation < occupation

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
Occupation Occupations

Occupation (fr) θηλυκό