Penelope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Penelope (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Penelope

  • Πηνελόπη
    Non aeque diligentes ad quaerendum victum et comparcendum cibum leones ut formicas esse, texendi vero araneas diligentiores esse quam Penelopam ullam vel Andromacham. (Cornelius Fronto, Laudes Neglegentiae, 5, 4)
    Penelopen vitreamque Circen (Horatius Flaccus, Carmina, 1, 17, 21)
    quem Penelopa recognoscendi uiri signum accepit, ut uoluit Homerus (Iustinianus, Digesta Iustiniani, 33, 10, 9)
    Penelope iuvenum vires temptabat in arcu (Ovidius Naso, Amores, 1, 8, 47)
    Penelopes esset fama secunda tuae (Ovidius Naso, Tristia, 1, 6, 22)
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Penelope, Penelŏpa -
γενική Penelopae, Penelopes -
δοτική Penelopae -
αιτιατική Penelopen, Penelopam -
κλητική Penelope -
αφαιρετική Penelŏpa -



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Penelope < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Penelope θηλυκό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [1]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Penelope < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Penelope θηλυκό

  • Names given to children in Poland in 2000-2019 - first name, Poland's Data Portal (Otwarte Dane), ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [2]