Radiologe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Radiologe (de) αρσενικό (θηλυκό Radiologin)
- (ιατρική, επάγγελμα) ο ακτινολόγος
Radiologe (de) αρσενικό (θηλυκό Radiologin)