Rolltreppe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Rolltreppe (de) θηλυκό

  • η κυλιόμενη σκάλα
    nehmen wir die Rolltreppe - ας πάρουμε την κυλιόμενη σκάλα