Schmerz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schmerz (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Schmerzen)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schmerz < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schmerz αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]