Schritt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schritt (de) αρσενικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • den ersten Schritt tun: κάνω το πρώτο βήμα
  • Schritt für Schritt: βήμα-βήμα
  • Schritt fahren: οδηγείτε αργά

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schritt < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schritt αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]