Schule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Schule die Schulen
γενική der Schule der Schulen
δοτική der Schule den Schulen
αιτιατική die Schule die Schulen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schule < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική schuol(e) < παλαιά άνω γερμανική scuola < λατινική schola < αρχαία ελληνική σχολή [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃuːlə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schule (de) θηλυκό

  1. (εκπαίδευση) το σχολείο
    Die Kinder treffen sich nach der Schule auf dem Spielplatz.
    Τα παιδιά συναντιούνται στη παιδική χαρά μετά το σχολείο.
  2. σχολή ως καλλιτεχνικό, φιλοσοφικό ή επιστημονικό κίνημα
    Kretische Schule, Frankfurter Schule, Schule von Barbizon, ...
    Κρητική Σχολή, Σχολή της Φρανκφούρτης, Σχολή της Μπαρμπιζόν, ...
  3. (ιχθυολογία) κοπάδι ψαριών
     συνώνυμα: Schwarm

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Schule στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Schule - Duden online.
  2. Schule - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schule < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schule αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]