Schwestergesellschaft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schwestergesellschaft < Schwester- + Gesellschaft
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schwestergesellschaft (de) θηλυκό
- (οικονομία) αδελφή εταιρεία· κάθε θυγατρική εταιρεία, που συνδέεται με την αντίστοιχή της λόγω της κοινής μητρικής εταιρείας, οι οποίες ωστόσο λειτουργούν ανεξάρτητα η μια από την άλλη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Schwestergesellschaft - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).