Stör

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: stor, stór, stör

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Stör (de) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Stör < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Stör αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]