Stück
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Stück | die | Stücke |
γενική | des | Stücks Stückes |
der | Stücke |
δοτική | dem | Stück Stücke |
den | Stücken |
αιτιατική | das | Stück | die | Stücke |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Stück (de) ουδέτερο