Strahlung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Strahlung | die | Strahlungen |
γενική | der | Strahlung | der | Strahlungen |
δοτική | der | Strahlung | den | Strahlungen |
αιτιατική | die | Strahlung | die | Strahlungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Strahlung (de) θηλυκό