Suppe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Suppe (de) θηλυκό
- η σούπα
- die Suppe ist heiß - η σούπα καίει / είναι πολύ ζεστή
Δείτε επίσης : suppe |
Suppe (de) θηλυκό