Tor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tor < The onion routing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɔɹ/
 

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Tor (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Tor στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor (bs) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Tor (de) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Tor (de) ουδέτερο

  1. η πόρτα
  2. (αθλητισμός) τέρμα

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor (no) αρσενικό



Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor (nn) αρσενικό



Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor (sv) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor αρσενικό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], φύλλο Miehet kaikki



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor αρσενικό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor αρσενικό ή θηλυκό

  • Pamukkale GCRIS Veritabanı (Pamukkale GCRIS Database), gcris.pau.edu.tr, Browsing by Author



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tor < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tor αρσενικό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 10467: Born persons, by first name, contents and year, (first name used by 200 persons or more at the end of the year) ανακτήθηκε 6/9/2023 [4]