Ungarisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ungarisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η ουγγρική γλώσσα, τα ουγγαρέζικα
Δείτε επίσης : ungarisch |
Ungarisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό