Vorfahr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Vorfahr | die | Vorfahren |
γενική | des | Vorfahren | der | Vorfahren |
δοτική | dem | Vorfahren | den | Vorfahren |
αιτιατική | den | Vorfahren | die | Vorfahren |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Vorfahr (de) αρσενικό
- ο πρόγονος