Vorspann
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Vorspann | die | Vorspanne |
γενική | des | Vorspanns Vorspannes |
der | Vorspanne |
δοτική | dem | Vorspann Vorspanne |
den | Vorspannen |
αιτιατική | den | Vorspann | die | Vorspanne |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Vorspann (de) αρσενικό
- η αρχή ενός φιλμ ή ενός επεισόδιου, αυτή που δίνει μια προσωπικότητα στο φιλμ ή που επαναλαμβάνεται σε κάθε επεισόδιο