Ware

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Ware die Waren
γενική der Ware der Waren
δοτική der Ware den Waren
αιτιατική die Ware die Waren

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvaːʁə/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ware (de) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ware < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ware αρσενικό ή θηλυκό

  • National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021 [1]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ware < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ware αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ware < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ware αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]