Weizen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Weizen | die | Weizen |
γενική | des | Weizens | der | Weizen |
δοτική | dem | Weizen | den | Weizen |
αιτιατική | den | Weizen | die | Weizen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Weizen (de) αρσενικό