Zuhörer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zuhörer | die | Zuhörer |
γενική | des | Zuhörers | der | Zuhörer |
δοτική | dem | Zuhörer | den | Zuhörern |
αιτιατική | den | Zuhörer | die | Zuhörer |
Zuhörer (de) αρσενικό