aĉaĵaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉaĵaro | aĉaĵaroj |
αιτιατική | aĉaĵaron | aĉaĵarojn |
aĉaĵaro (eo)