aĉetaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetaĵo | aĉetaĵoj |
αιτιατική | aĉetaĵon | aĉetaĵojn |
aĉetaĵo (eo)