aĉeti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aĉeti < aĉet + -i
ρήμα aĉeti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας aĉetas aĉetanta aĉetata
αόριστος aĉetis aĉetinta aĉetita
μέλλοντας aĉetos aĉetonta aĉetota
υποθετική aĉetus - -
προστακτική aĉetu - -

aĉeti (eo)