abaculus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abaculus (en) υποκοριστικό του abacus
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abaculus | abaculī |
γενική | abaculī | abaculōrum |
δοτική | abaculō | abaculīs |
αιτιατική | abaculum | abaculōs |
κλητική | abacule | abaculī |
αφαιρετική | abaculō | abaculīs |