abanderada

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

abanderada (es)

  1. θηλυκό του abanderado

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abanderada (es) θηλυκό (αρσενικό: abanderado}}

  1. η σημαιοφόρος