abbadia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abbadia < badia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abbadia abbadie

abbadia (it) θηλυκό

  1. μονή
  2. μοναστήρι