abballare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abballare < ab- + ball(a) + -are
Απόγονοι νέα ελληνικά: αμπαλάρω

abballare (it)